Ολόκληρος ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος

 
Ο Εθνικός Ύμνος είναι οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος "Ύμνος εις την Ελευθερίαν". Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό, τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο.  Το 1828 μελοποιήθηκε και το 1864 καθιερώθηκε ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας.

Δες εδώ Ιστορικά Στοιχεία για την 28η Οκτωβρίου 1940
 

Εθνικός Ύμνος εις την Ελευθερίαν -  Διονύσιος Σολωμός (PDF)




Ολόκληρος ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τροµερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που µε βία µετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλµένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωµένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί µέσα εκατοικούσες
πικραµένη, εντροπαλή,
κι ένα στόµα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι» να σου πει.
Άργειε να 'λθει εκείνη η µέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
µόνη σου έµενε να λες
περασµένα µεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά.
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ' ερµιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέµµα
µες στα κλάµατα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίµα,
πλήθος αίµα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιµατωµένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόµο επήρες,
εξανάλθες µοναχή.
δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσαση καµιά.
Άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φριχτά.
Άλλοι, οϊµέ, στη συµφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε να βρεις τα παιδιά σου,
σύρε», ελέγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σου ενθυµεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του ή ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου µε ορµή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.

Απ' τα κόκαλα βγαλµένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωµένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Μόλις είδε την ορµή σου
ο ουρανός, που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη µητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,
Εγαλήνευσε και εχύθη
καταχθόνια µία βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεµόκραχτη η φωνή
Όλοι οι τόποι σου σ' εκράξαν
χαιρετώντας σε θερµά,
και τα στόµατα εφωνάξαν
οσα αισθάνετο η καρδιά.
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά.
Μ' όλον που 'ναι αλυσωµένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το µέτωπο γραµµένο
έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
Γκαρδιακά χαροποιήθη
και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυµήθη
που την έδεναν κι αυτή.
Απ' τον πύργο του φωνάζει,
σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει
το λιοντάρι το Ισπανό.
Ελαφιάσθη της Αγγλίας
το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας
τα µουγκρίσµατα τσ' οργής.
Εις το κίνηµά του δείχνει
πως τα µέλη είν' δυνατά.
και στου Αιγαίου το κύµα ρίχνει
µια σπιθόβολη µατιά.
Σε ξανοίγει από τα νέφη
και το µάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει
µε τα σπλάχνα του Ιταλού.
Και σ’ εσέ καταγυρµένος,
γιατί πάντα σε µισεί,
έκρωζ' έκρωζε ο σκασµένος,
να σε βλάψει, αν ηµπορεί.
Άλλο εσύ δεν συλλογιέσαι
πάρεξ που θα πρωτοπάς.
δεν µιλείς και δεν κουνιέσαι
στες βρισίες οπού αγρικάς,
Σαν το βράχον οπού αφήνει
κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει
ευκολόσβηστον αφρό.
Οπού αφήνει ανεµοζάλη
και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη µεγάλη,
την αιώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,
οποιανού θέλει βρεθεί
στο µαχαίρι σου αποκάτου
και σ' εκείνο αντισταθεί.
Το θηρίο π' ανανογιέται
πως του λείπουν τα µικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αίµα ανθρώπινο διψά.
Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,
τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ερµιά.
Ερµιά, θάνατος και φρίκη,
όπου επέρασες κι εσύ.
ξίφος έξω από τη θήκη
πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
Ιδού, εµπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς,
τώρα τρόµου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυµάς.
Μεγαλόψυχο το µάτι
δείχνει, πάντα οπώς νικεί,
κι ας είν άρµατα γεµάτη
και πολέµιαν χλαλοή.
Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως είν' πολλά.
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες µύριοι και παιδιά;
Λίγα µάτια, λίγα στόµατα
θα σας µείνουνε ανοιχτά
για να κλαύσετε τα σώµατα
που θε νά 'βρει η συµφορά!
Κατεβαίνουνε και ανάφτει
του πολέµου αναλαµπή.
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάµπει, κόφτει το σπαθί.
Γιατί η µάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίµατα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν' ανεβεί.
Μέτρα! Είν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν,
τα λαβώµατα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
Εκεί µέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά.
να, σας φθάνει· αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!
Αποκρίνονται και η µάχη
έτσι αρχίζει, οπού µακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.
Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σµίξιµο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιµο δοντιών.
Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέµει ο λογισµός!
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέµου, και οι καπνοί.
Και οι βροντές, και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράστεναν τον Άδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά.
Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνοντ' ίσκιοι
αναρίθµητοι, γυµνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόµη εις το βυζί.
Όλη µαύρη µυρµηγκιάζει,
µαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.
Τόσοι, τόσοι ανταµωµένοι
επετιούντο απο τη γη,
όσοι είν' άδικα σφαγµένοι,
από τούρκικην οργή.
Τόσα πέφτουνε τα θερισµένα
αστάχια εις τους αγρούς.
σχεδόν όλα εκειά τα µέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
Θαµποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο µαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο
µε νεκρώσιµη σιωπή.
Έτσι χάµου εις την πεδιάδα,
µες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει µίαν αχνάδα
µισοφέγγαρο χλωµό.
Εάν οι άνεµοι µές στ' άδεια
τα κλαδιά µουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα µαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
Με τα µάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίµατα πηχτά,
και µες στα αίµατα χορεύουν
µε βρυχίσµατα βραχνά.
Και χορεύοντας µανίζουν
εις τους Έλληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
µε τα χέρια τα ψυχρά.
Εκειό το έγγισµα πηγαίνει
βαθιά µες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
κι άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
Τότε αυξαίνει του πολέµου
ο χορός τροµακτικα,
σαν το σκόρπισµα του ανέµου
στου πελάου τη µοναξιά.
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου.
κάθε κτύπηµα που εβγεί
είναι κτύπηµα θανάτου
χώρις να δευτερωθεί.
Κάθε σώµα ιδρώνει, ρέει,
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το µίσος που την καίει
πολεµάει να πεταχθεί.
Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
µες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουµάνε
περισσότερο είν' γοργά.
Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη.
γι' αυτούς όλους το παν είναι
µαζωµένο αντάµα εκεί.
Τόση η µάνητα κι η ζάλη,
που στοχάζεσαι µη πως
από µία µεριά και απ' άλλη
δεν µείνει ένας ζωντανός.
Κοίτα χέρια απελπισµένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάµου πέφτουνε κοµµένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
Και παλάσκες και σπαθία
µε ολοσκόρπιστα µυαλά,
και µε ολόσχιστα κρανία,
σωθικά λαχταριστά.
Προσοχή καµία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή.
πάνε πάντα εµπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει· έως πότε οι σκοτωµοί;
Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.
Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη
«φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
Λιονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι µιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας «Αλλά».
Παντού φόβος και τροµάρα
και φωνές και στεναγµοί.
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισµοί.
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάµου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
Σαν ποτάµι το αίµα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίµα αντίς για τη δροσιά.
Της αυγής δροσάτο αέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι·
φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!

Απ' τα κόκαλα βγαλµένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωµένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Της Κορίνθου ιδού και οι κάµποι.
δεν λάµπ' ήλιος µοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάµπει
εις τ' αµπέλια, εις τα νερά.
Εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήµατα η φλογέρα,
τα βελάσµατα το αρνί.
Τρέχουν άρµατα χιλιάδες
σαν το κύµα εις το γιαλό,
αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθµό.
Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε
και ξανάλθετε σε µας·
τα παιδιά σας θέλ' ιδείτε
πόσο µοιάζουνε µε σας.
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται
και µε πάτηµα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που µε σχήµα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάµα οι δυο.
Και πεσµένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιµµένα αποµεινάρια
της φυγής και του χαµού.
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ηµπορείς,
εις τον κάµπο, Ελευθερία,
µατωµένη περπατείς.
Στη σκιά χεροπιασµένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό.
Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία µάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυµατίζουν
µαύρα, ολόχρυσα µαλλιά.
Η ψυχή µου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεµιάς
γλυχοβύζαστο ετοιµάζει
γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.
Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

Απ' τα κόκαλα βγαλµένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωµένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ηµέρα του Χριστού,
µέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.
Σου 'λθε εµπρός λαµποκοπώντας
η Θρησκεία µ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
«σ' αυτό», εφώναξε, «τo χώµα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόµα
µπαίνει µες στην εκκλησιά.
Εις την τράπεζα σιµώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυµιατό.
Αγρικάει την ψαλµωδία
οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εµπρός χυτή.
Ποιοί είν' αυτοί που πλησιάζουν
µε πολλή ποδοβολή,
κι άρµατ', άρµατα ταράζουν;
Επετάχτηχες εσύ!
Α, το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και µακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.
Λάµψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, µέτωπο, οφθαλµός.
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήµατα πατάς,
σαν τον πύργο µεγαλώνεις,
κι εις το τέταρτο κτυπάς.
Με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας οµιλείς:
«Σήµερ', άπιστοι, εγεννήθη,
ναι του κόσµου ο Λυτρωτής.
Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:
"Εγώ είµ' Άλφα, Ωµέγα έγώ.
πέστε, πού θ' αποκρυφθείτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;
Φλόγα ακοίµητην σας βρέχω,
που, µ' αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω,
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,
τόπους άµετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα,
ζώα και δέντρα και θνητούς.
Και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεµου που πνέει
µες στη στάχτη τη λεπτή"».
Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
Του θυµού Του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήσει
ή µε σε να µετρηθεί;
Η γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει
τη µισόχριστη σπορά.
Την αισθάνονται και αφρίζουν
τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να µουρµουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.
Κακορίζικοι, πού πάτε
του Αχελώου µες στη ροή
και πιδέξια πολεµάτε
από την καταδροµή
να αποφύγετε; Το κύµα
έγινε όλο φουσκωτό·
εκεί ευρήκατε το µνήµα
πριν να ευρείτε αφανισµό.
Βλασφηµάει, σκούζει, µουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύµα γαργαρίζει
τες βλασφήµιες του θυµού.
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τροµασµένα χλιµιτρίζουν
και πατούν εις τα κορµιά.
Ποίος στο σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθεί.
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει
όσο οπού να νεκρωθεί.
Κεφαλές απελπισµένες,
µε τα µάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωµένες
για την ύστερη φορά.
Σβιέται - αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρµή -
το χλιµίτρισµα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσµοί.
Έτσι ν' άκουα να βουΐξει
το βαθύν ωκεανό,
και στο κύµα του να πνίξει
κάθε σπέρµα αγαρηνό!
Και εκεί πού 'ναι
Και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταµός.
πάντα, πάντα περισσεύει·
πολύ φλοίσβισµα και αφρός.
Α, γιατί δεν έχω τώρα
τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα
οπού εσβιούντο οι µισητοί.
Το Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εµπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθµητος λαός.
Ακλουθάει την αρµονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
µ' ένα τύµπανο τερπνόν.
Και πηδούν όλες οι κόρες
µε τσ' αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
µε τα τύµπανα κι εκειές.

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τροµερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που µε βία µετράει τη γη.

Εις αυτήν, είν' ξακουσµένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ.
όµως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύµατ' άπειρα εις τη γη,
µε τα οποία την περιζώνει,
κι είναι εικόνα σου λαµπρή.
Με βρυχίσµατα σαλεύει
που τροµάζει η ακοή·
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιµνιώνα αναζητεί.
Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάµψιµο του ήλιου,
και τα χρώµατα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσµένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ·
όµως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σέ.
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριµωχτά
τα τρεχούµενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.
Συ τες δύναµές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεµώντας, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις.
Μ' επιθύµια να τηράζεις
δύο µεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιµον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει µια βροντή,
και το πέλαο χρωµατίζει
µε αιµατόχροη βαφή.
Πνίγοντ' όλοι οι πολεµάρχοι
Και δεν µνέσκει ένα κορµί·
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σε πέταξαν εκεί.
Εκρυφόσµιγαν οι φίλοι
µε τσ' εχθρούς τους τη Λαµπρή,
και τους έτρεµαν τα χείλη
δίνοντάς τα εις το φιλί.
Κες τες δάφνες που εσκορπίστε
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε
πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
Όλοι κλάψτε, αποθαµένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς.
κλάψτε, κλάψτε· κρεµασµένος
ωσάν νά 'τανε φονιάς!
Έχει ολάνοικτο το στόµα
π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ' Άγιον Αίµα, τ' Άγιον Σώµα.
λες πως θε να ξαναβγεί.
Η κατάρα που είχε αφήσει,
λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεµήσει
και ηµπορεί να πολεµεί.
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και µουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.
Η καρδιά συχνοσπαράζει.
Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω µε προστάζει
µε το δάχτυλο η θεά.
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές µ' ανησυχιά.
προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, και αρχινά:
«Παλληκάρια µου, οι πολέµοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέµει
στους κινδύνους εµπροστά.
Απ' εσάς αποµακραίνει
κάθε δύναµη εχθρική,
αλλά ανίκητη µια µένει
που τες δάφνες σας µαδεί.
Μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασµένοι από τη νίκη,
αχ, το νου σας τυραννεί.
Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαµογελάει,
"πάρ' το", λέγοντας, "και συ".
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά·
µην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόµα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας µην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασµό τους
τα ξένα έθνη αληθινά:
"Εάν µισούνται ανάµεσό τους
δεν τους πρέπει ελευθεριά".
Τέτοια αφήστενε φροντίδα,
όλο το αίµα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα
όµοιαν έχει την τιµή.
Στο αίµα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε
σαν αδέλφια γκαρδιακά.
Πόσο λείπει, στοχασθείτε,
πόσο ακόµη να παρθεί·
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
Ω ακουσµένοι εις την ανδρεία,
καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε µε µία:
"Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!
Το σηµείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
µατωµένους µας κοιτάτε
στον αγώνα το σκληρό.
Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστη αναγελούν.
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίµα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός: Να εκδικηθώ.
Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγµή.
Δεν ακούτε; Εις κάθε µέρος
σαν του Αβέλ καταβοά·
δεν είν' φύσηµα του αέρος
που σφυρίζει εις τα µαλλιά.
Τι θα κάµετε; Θ' αφήστε
να αποκτήσοµεν εµείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;
Τούτο ανίσως µελετάτε,
ιδού εµπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ!